παραπαχαίνω

παραπαχαίνω
παραπάχυνα
1. μτβ., κάνω κάτι πολύ παχύ: Το παραπαχύναμε τ' αρνί.
2. αμτβ., γίνομαι υπερβολικά παχύς: Παραπάχυνες από τότε που έκοψες το τσιγάρο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • παραπαχαίνω — 1. κάνω κάποιον υπερβολικά παχύ 2. γίνομαι περισσότερο από το κανονικό παχύς …   Dictionary of Greek

  • παραχοντραίνω — (μτβ.) 1. κάνω κάποιον ή κάτι υπερβολικά χοντρό, παραπαχαίνω 2. συντελώ στο να φαίνεται κάποιος παχύτερος από ό,τι είναι («αυτό το κοστούμι σε παραχοντραίνει») 3. μτφ. μεγεθύνω υπέρμετρα, υπερβάλλω («τά παραχοντραίνει τα πράγματα») 4. (αμτβ.)… …   Dictionary of Greek

  • υπερπαχύνομαι — ὑπερπαχύνομαι ΝΜΑ [παχύνω] είμαι ή γίνομαι υπέρμετρα παχύς, παραπαχαίνω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”