- παραπαχαίνω
- παραπάχυνα1. μτβ., κάνω κάτι πολύ παχύ: Το παραπαχύναμε τ' αρνί.2. αμτβ., γίνομαι υπερβολικά παχύς: Παραπάχυνες από τότε που έκοψες το τσιγάρο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.